μοναδολογία

μοναδολογία
η
1. το μεταφυσικό σύστημα τού Γερμανού φιλοσόφου Λάιμπνιτς σύμφωνα με το οποίο ο κόσμος σύγκειται από απλά, άυλα στοιχεία, τις μονάδες, τα οποία έχουν δυναμική ουσία και υφίστανται αυτά καθ' εαυτά
2. ως κύριο όν. Μοναδολογία
το έργο του Λάιμπνιτς στο οποίο ο Γερμανός φιλόσοφος εκθέτει το σύστημά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. monadologie < μονάς, -άδος + -λογία*. Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον Κ. Κουμανούδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • Λάιμπνιτς, Γκότφριντ Βίλχελμ — (Gotfride Wilhelm Leibniz, Λειψία 1646 – Ανόβερο 1716). Γερμανός φιλόσοφος και μαθηματικός. Προερχόμενος από οικογένεια με υψηλές πνευματικές παραδόσεις (ο πατέρας και ο παππούς του υπήρξαν καθηγητές της νομικής στο πανεπιστήμιο της Λειψίας),… …   Dictionary of Greek

  • πλουραλισμός ή πολυαρχία — (pluralismus). Η φιλοσοφική θεωρία κατά την οποία η πραγματικότητα αποτελείται όχι από μια, αλλά από πολλές αυτοτελείς ουσίες, που μπορούν να θεωρηθούν ως ανώτατες αρχές ή ρίζες των όντων. Ο όρος επινοήθηκε από το Γερμανό φιλόσοφο Κρίστιαν Βολφ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”